ἀσπρόχορτο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπρόχορτο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀσπρόχορτο τό, Ἤπ. Πελοπν. (Κορινθ. Μεσσ.) Σίκιν. - ΠΓεννάδ. 155 - Λεξ. Βλαστ. 459 Δημητρ. ἀσπρόχουρτου Θεσσ. (Καρδίτσ.) ἀσπροχόρτι Κέως Κύθν. Πελοπν. (Γορτυν.) ἀσπρόχουρτους ὁ, Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ τοῦ οὐσ. χόρτο.
Σημασιολογία
Τὸ φυτὸν ἀνδροπώγων ὁ λάσιος (andropogon pubescens ἢ hirtum) τοῦ γένους ἀνδροπώγωνος (andropogon) τῆς τάξεως τῶν ἀγρωστωδῶν (graminneae). Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Ἤπ. Κέως Πελοπν. (Γορτυν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA