γκομενίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκομενίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γκομενίζω σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γκόμενα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ίζω.
Σημασιολογία
Ἐρωτοτροπῶ σύνηθ.: Ὅλη τὴν ἡμέρα γκομενίζει καὶ δὲν ξεστραβώνεται νὰ κάμῃ καμμιὰ δουλε͜ιά. Γυρίζει ὅλη μέρα καὶ γκομενίζει.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA