γκὸν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκὸν
Τύπος
Λήμμα
Τυπολογία
γκὸν ἄκλ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς ἀγγλ. φρ. go on, (= προχώρει) λεγομένης ὑπὸ τῶν μεθυσκομἐνων Ἄγγλων πρὸς ἀναχώρησιν ἐκ τοῦ καπηλείου.
Σημασιολογία
Ἐπὶ ὑπερβολικῆς μέθης καὶ κατ᾽ ἐπέκτασιν ἐπὶ ὑπερβολικῆς φαγοποσίας ἐνιαχ.: Εἶναι γκὸν ᾽ς τὸ μεθύσι ἐνιαχ. Στρώθηκε ᾽πὸ τ᾽ ἀπόγιˬομα ᾽ς τὴν ταβέρνα κ᾽ ἢπιˬε, ἢπιˬε καὶ γίνηκε γκὸν ᾽ς τὸ μεθύσι Πελοπν. (Τριφυλ.) Θὰ τὰ πάρουμ᾽ οὕλα τὰ γιˬουρτάσιˬα μὶ τ᾽ν ἀράδα κὶ θὰ γένουμι γκὸν ᾽ς τὰ γλυκὰ (= θὰ φάγωμεν κατὰ κόρον) Στερελλ. (Ἀχυρ.) Συνών. λε͜ιῶμα, πηλά, πίττα, σκνῖπα, στάκα, στουππί, τάπα, φέσι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA