ἀσπρόψαρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπρόψαρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀσπρόψαρο τό, Ἄνδρ. Θρᾴκ. (Σαμακόβ. Σαρεκκλ.) - Λεξ. Πόππλετ. Γαζ. (λ. λευκίσκος) ΜἘγκυκλ. Βλαστ. 436 Πρω. Δημητρ. ἀσπρόψαρου Α.Ρουμελ (Φιλιππούπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ τοῦ οὐσ. ψάρι.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἰχθὺς λάβραξ ὁ λύκος (labrax lupus) τοῦ γένους τῶν περκιδῶν (percidae) τῆς τάξεως τῶν ἀκανθοπτερυγίων (acanthopterygii) χρώματος φαιοῦ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) 2) Ὁ ἀργυρόχρους ἰχθὺς λευκίσκος (leuciscus) τῆς τάξεως τῶν κυπρινιδῶν (cyprinidae) Λεξ. Γαζ. Πόππλετ. 3) Πληθ., λευκοὶ ἐν γένει ἰχθύες, κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς σκοτεινοῦ χρώματος Ἄνδρ. Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Θρᾴκ. (Σαμακόβ.) - Λεξ. ΜἘγκυκλ. Βλαστ 436 Πρω. Δημητρ. Ἀντίθ. μαυρόψαρα. 4) Μεταφ. ὁ πολὺ λευκὸς Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/