γκοριτσιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκοριτσιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γκοριτσιˬὰ ἡ, Ἀττικ. Ἤπ. Μῆλ. Πελοπν. (Γορτυν. Ἑρμιόν.) Σίφν. Δ. Δημαδ., Δασικ. βλάστ. Ἑλλάδος, 100 - Λεξ. Πρω Δημήτρ. κ.ἀ. gοριτσιˬὰ Κύθν. κ.ἀ. γκορ᾽τσιˬὰ Πελοπν. (Ἄργ. Βούρβουρ. Καλάβρυτ. Κερπιν. Μεσσην. Οἰν. Πυλ. Τριφυλ.) - Π. Γενναδ., Λεξ. Φυτολ., 122 -Λεξ. Αἰν. Λεγρ. Περίδ. (εἰς λ. ἄχερδος) Μπριγκ. Βλαστ. 479 Πρω. Δημητρ. gορ᾽τσέα Ἤπ. (Χιμάρ.) gορ᾽τσιˬὰ Ἤπ. (᾽Ιωάνν.) γκουρ᾽τσιˬὰ Ἤπ. (Ἑλληνικ. Πρέβ.) Θρᾴκ. (Μαΐστρ. Σουφλ.) Μακεδ. (Βελβ. Βλάστ. Βόιον Καστορ. Κοζ. κ.ἀ.) γκουρ᾽τσεˬὰ Μακεδ. (Γήλοφ. Δεσκάτ.) gουρ᾽τσιˬὰ Θεσσ. Σάμ. Στερελλ. (Γραν.) γκορ᾽τιˬὰ Πελοπν. (Πιάν.) γκουρ᾽τιˬὰ Ἤπ. (Μελιγγ.) γκοριτὰ Πελοπν. (Τριφυλ.) γκορτ᾽ὰ Ἤπ. (Πωγών.) Πελοπν. (Δ. Κορινθ. Μεσσην. Πυλ. Τριφυλ.) γκοριτσὰ Ἤπ. (Δερβίτσ.) Πελοπν. (Γορτυν. Κορινθ.) γκορ᾽τσὰ Πελοπν. (Γορτυν. Κλουτσινοχ. κ ἀ.) Στερελλ. (Φθιῶτ.) - Λεξ. Πρω. Δημητρ. γκουρ᾽τσὰ Μακεδ. (Βόιον Καστορ.) γκοριτζιˬὰ ἀγν. τόπ γκορ᾽τζιˬὰ Πελοπν. (Γορτυν.) κ.ἀ. γκουρ᾽τζιˬὰ Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) gουρ᾽τζιˬὰ Θεσσ. (Ζαγορ.) gουρ᾽τιˬὰ Β. Εὔβ. γκουρ᾽τὰ Ἤπ. (Ζατόρ) gουρ᾽τζὰ Σαμ. γκοριτζὰ Εὔβ. γκορ᾽τζὰ Εὔβ. Πελοπν. (Κλειτορ.) κοριτσιˬὰ Θεσσ. (Δομοκ.) κορ᾽τσιˬὰ Μακεδ. κορ᾽τσὰ Μακεδ. κουρ᾽τσὰ Θρᾴκ. (Κόσμ.) κουρ᾽τζὰ Σάμ. ἀγκορ᾽τσιˬὰ Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βρέσθ. Μανιάκ. Μεσσὴν. Πυλ. Τριφυλ. Χατζ.) ἀγκοριτσὰ Ἰων. (Βουρλ.) Πελοπν. (Μεσσὴν.) ἀγκοριτὰ Πελοπν. (Μεσσὴν. Πυλ. Τριφυλ.) ἁγκορ᾽τσὰ Εὔβ. (Πλατανιστ.) Πελοπν. (Μεγαλόπ. Μεσσὴν. κ.ἀ.) ἀgοριτσιˬὰ Πελοπν. (κάμπος Λακων.) Μέγαρ. ἀgοριτὰ Μέγαρ. ἀgουριτσὰ Κύθν. ἀγκουρ᾽τσιˬὰ Στερελλ. (Καλοσκοπ.) ἀgουρ᾽τσιˬὰ Θεσσ. (Δομοκ.) ἀγκορ᾽τὰ Πελοπν. (Μεσσὴν. Πυλ. Τριφυλ.) ἀγκουρ᾽τὰ Μακεδ. Στερελλ. (Λοκρ.) ἀγκουρ᾽τσὰ Στερελλ. (Δεσφ. Λοκρ.) ἀγκοριτζιˬὰ Ἀθῆν. (παλαιότ.) ἀγκουρ᾽τζιˬὰ Β. Εὔβ. ἀgορ᾽τζὰ Εὔβ. (Ὄρ.) ἀγκόρ᾽τσα Εὔβ. (Αἰδηψ.) ἀγκουρ᾽τζιˬὰ Εὔβ. (Στρόπον.) Στερελλ. (Φθιῶτ.) ἀgουρ᾽τζιˬὰ Στερελλ. (Εὐρυταν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γκορίτσα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιˬά. Περὶ τῶν τὐπ. βλ. Δ. Γεωργακᾶν εἰς Ἤπειρ. Χρον. 12 (1937), 180 κἑξ.

Σημασιολογία

1) Γκορίτσα 1, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾽ ἀν.: Καρτιροῦ νὰ γιˬομώσ᾽ τοὺ φιγγάρ᾽, νὰ μπολιˬάσω τ᾽ς ἀγκουρ᾽τζιˬὲς Β. Εὔβ. Τούτ᾽ ἡ γκουρ᾽τὰ θά ᾽᾽ δυˬὸ μαλάθες γκόρ᾽τσα Μακεδ. (Καστορ.) Σὲ κείνη τὴ μεγάλη ἀγκορ᾽τσὰ πᾶνε καὶ σταλίζουνε οὕλα τὰ χοιρινὰ τοῦ χωριˬοῦ, γιˬατὶ πέφτουνε τὰ γκόρ᾽τσα ἀποπάνω καὶ τὰ τρῶνε Πελοπν. (Μεσσὴν.) || Φρ. Ἀνέβηκε τὸ γαιˬδούρι ᾽ς τὴ γκορ᾽τσιˬὰ (ἐπὶ τοῦ εὑρισκομένου πρὸ τετελεσμένου γεγονότος) Πελοπν. (Ἄργ.) Τὰ κρέμασι ᾽ς τὴ κουρ᾽τζὰ (ἐπὶ πλουσίου πτωχεύσαντος) Σάμ. Εἶναι ἀπὸ γκουρ᾽τιˬὰ (περὶ ἀδυνάτου, καχεκτικοῦ) Β. Εὔβ. || ᾎσμ. Κακὴ ἀστραπίτσα βάρεσε τὴν ἀγκορ᾽τσιˬὰ ᾽ς τὴ μέση Πελοπν. (Μανάκ.) β) Ἄκανθα τῆς ἀγρίας ἀπιδέας Σάμ. κ.ἀ Πάτ᾽σα μιˬὰ gουρ᾽τσιˬὰ Σάμ. || Φρ. Δὲ σοῦ bῆκε ἡ ἀgοριτσιˬὰ ᾽ς τὸ πόδι (ἐπὶ μὴ ἐνδιαφερομένου, μὴ ἀνησυχοῦντος διά τινα ὑπόθεσιν) Πελοπν. (κάμπος Λακων.) 2) Ἡ ἥμερος Ἄπιος ἡ κοινὴ (Pyrus communis) τῆς οἰκογ. τῶν Μηλεϊδῶν (Pomaceae) Ἤπ. (Ἑλλὴνικ. Πρέβ.) Θεσσ. (Ζαγορ.) Θρᾴκ. (Σουφλ.) Μακεδ. (Ἄσσὴρ. Καστορ.) κ.ἀ.: Ἡ ἥμιρη γκουρ᾽τσὰ κά᾽ τὰ γκόρ᾽τσα Καστορ. Συνών. βλ. εἰς λ. ἀχλάδα (Ι) 2. 3) Τὸ φυτὸν Προύμνη ἡ ἀκανθώδης (Prumus spinosa) τῆς οἰκογ. τῶν Ροδιδῶν (Rosaceae) Πελοπν. (Ἀργολ.) Δ. Δημάδ, Δασικ. βλάστ. Ἑλλάδος, 100 - Λεξ. Δημητρ. Συνών. μαμουσιˬά, τσαπουρνιˬά. Ἡ λ. καὶ ὡς κύρ. ὄν. γυναικὸς ὑπὸ τὸν τύπ. Γκορ᾽τσιˬὰ Πελοπν. (Οἰν.) καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γκοριτσιˬὰ Πελοπν. (Παιδεμέν. Χώρ.) Γκορ᾽τσιˬὰ Ἤπ. (Παραμυθ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Ἀράχ.) Γκορ᾽τσὰ Πελοπν. (Ἠλ. Μεσσην. Πύλ. Σιδηρόκ. Τριφυλ. Χώρ.) Γκουρ᾽τσιˬὰ Ἤπ. (Δωδών.) Μακεδ. (Ζαπαντ. κ.ἀ.) Γκουρ᾽τσὰ Μακεδ. Γκοριτσὰ Πελοπν. (Λακεδ.) Κοριστὰ Ἤπ. Γκορ᾽τζιὰ Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Gουρ᾽τζιˬὰ Θεσσ. (Μηλ.) Ἀγκορ᾽τσιˬὰ Πελοπν. (Μεσσὴν. Πυλ. Τριφυλ.) Ἀgουρ᾽τσὰ Ἤπ. (Ἰωάνν.) Ἀγκορ᾽τὰ Πελοπν. (Τριφυλ.) Ἀγκοριτζιˬὰ Ἀθῆν. (παλαιοτ.) Ἀγκουρ᾽τζιˬὰ Εὔβ. (Στρόπον.) ᾿Εγκορ᾽τζιˬὰ Σκίαθ. Γκουρ᾽τσιˬὲς Ἤπ. (Κόνιτσ. Λάκκα Σούλ.) Μακεδ. (Κάλιαν.) Γκορ᾽τὲς Ἤπ. Πελοπν. (Τριφυλ) Γκορ᾽τσὲς Ἤπ. Μακεδ. Πελοπν. (Γορτυν. Καλύβ.) Γκουρ᾽τσὲς Μακεδ. (Καστορ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Τριφυλ.) Gουρ᾽τσὲς Hπ. (Ἰωάνν.) Γκουρ᾽τζιˬὲς Θεσσ. (Ἀγ. Σκὴτ.) Gουρ᾽τζὲς Στερελλ. (Εὐρυταν.) Ἀγκορ᾽τιˬὲς Πελοπν. (Μεσσὴν. Ὄλυμπ. Πυλ. Τριφυλ.) Ἀγκορ᾽τὲς Πελοπν. (Τριφυλ.) Ἀγκορ᾽σὲς Πελοπν. (Καλύβ. Μεσσὴν. Πυλ.) Ἀγκουρ᾽τζιˬὲς Β. Εὔβ. Ἀγκουρ᾽τσὲς Στερελλ. (Φθιῶτ.) Κουριτσιˬὲς Θεσσ. (Δομοκ.) Κουρ᾽τζὰ Σάμ. (Μαυραντζ.) Γκουρ᾽τσιˬὰ τ᾽ Ἀλέξ. Ἤπ. (Δωδών.) Gουρ᾽τὰ τ᾽ Καρανίκα Ἤπ. (Ἰωάνν.) Gουρ᾽τὰ τ᾽ Μιγά᾽ Ἤπ. (Ἰωάνν.) Gουρ᾽τὰ ᾽ς Ζαχάρως Ἤπ. (Ἰωάνν.) Gουρ᾽τσὲς τ᾽ Γιˬά᾽ Χαραλάb᾽ Ἤπ. (Ἰωάνν.) Κόκκι᾽ Γκουρτσιˬὰ Στερελλ. (Δωρ.) Μαναχὴ Ἀγκουρ᾽τζιˬὰ Εὔβ. (Στρόπον.) Πρώιμ᾽ Ἀγκουρ᾽τζιˬὰ Β. Εὔβ. ᾽Σ τοῦ Γιˬάννη τὴ Γκορ᾽τσιˬὰ Πελοπν. (Γορτυν.) ᾽Σ τ᾽ς Καλόγριˬας τ᾽ Γκουρ᾽τσιˬὰ Μακεδ. (Σαρακ.) ᾽Σ τ᾽ Μαντέλα Γκουρ᾽τσιˬὲς Μακεδ. (Κάλιαν.) ᾽Σ τὴ Στραβὴ Γκορ᾽τσιˬὰ Πελοπν. (Γορτυν.) ᾽Σ τὴ Στρουμπουλὴ Ἀγκορ᾽τὰ Πελοπν. (Παππούλ.) ᾽Σ τὴν Ψηλὴ Ἀγκορ᾽τσιˬὰ Πελοπν. (Πυλ.) Ταΐρ᾽ Ἀγκουρ᾽τσιˬὰ Στερελλ. (Ἀρτοτ.) Τερζῆ Γκορ᾽τσιˬὰ Μακεδ. Τὸ τοπων. Μεγάλη Γκόρ᾽τσιˬα καὶ εἰς ἔγγρ. τοῦ 1697. Βλ. Δ. Λουκόπ., Γεωργ. Ρούμελ, 429.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/