βατταλαλῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βατταλαλῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βατταλαλῶ Ἄνδρ. Δαρδαν Ἤπ. Θήρ. Θρᾴκ. Κρήτ. Κύθηρ. Κύθν. Λέσβ. Μακεδ. Μύκ. Πόντ (Τραπ.) Ρόδ. κ.ἀ. βατ-ταλαλῶ Κάρπ. Κῶς βατταλαλιˬῶ Κρήτ. βατταλιαλιˬῶ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) βατταλαλάου Εὔβ. (Στρόπον.) βαddααλαλῶ Ἴμβρ. Σαμοθρ. βαρταλαλῶ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.) Κάρπ. Λέσβ. Μακεδ. Ρόδ. κ.ἀ. βαρταλαλιῶ Λέσβ. ’αρταλαλῶ Κάρπ. βατ-τολαλῶ Νίσυρ. μπατταλαλῶ Θεσσ. (Ζαγορ.) μπατταλαλάου Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ συμφύρ. τῶν ρ. βαττολογῶ καὶ λαλῶ. Περὶ τῆς ἀναπτύξεως τοῦ ρ ἰδ. ΦΚουκουλ. ἐν Ἀθηνᾷ 29 (1917) Λεξικογρ. Ἀρχ. 85.

Σημασιολογία

1) Ἐκβάλλω ἀνάρθρους φωνὰς Λέσβ. Νίσυρ. Ρόδ. κ.ἀ. Συνών. βαρβαρίζω (Ι) 1. β) Λέγω λέξεις καὶ φράσεις ἀσυναρτήτους Κρήτ.: Εἶdα βατταλαλεῖ τόση ὥρα δὲ bορῶ νὰ καταλάβω; 2) Φλυαρῶ Ἄνδρ Ἤπ. Θεσσ. (Ζαγορ.) Θήρ. Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ. Αἶν. Σαρεκκλ.) Ἴμβρ. Κρήτ. Κύθν. Κῶς Μακεδ. Μύκ. Ρόδ. Σαμοθρ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. Συνών. βαρβαριάζω, βαρβαρίζω (Ι) 1 δ, βαττολογῶ. 3) Κραυγάζω, φωνάζω Δαρδαν. Κάρπ. Κρήτ. Κύθηρ. Κῶς Λεσβ. Νίσυρ. Ρόδ. κ.ἀ.: ᾎσμ. Πκο͜ιὸς εἷναι ποῦ βατ-ταλαλεῖ καὶ συχνοκακ-καρίζει ὡσὰν τὴν πούλ-λα μ’ ἕν’ ἀβγὀ ὁποὺ τὸ κακνακίζει; Κῶς. Συνών. βάζω (Ι) 1, βαΰζω 1. β) Φωνάζω μόνος μου, μονολογῶ Κρήτ. γ) κλαίω γοερῶς Εὔβ. (Στρόπον.) δ) Μοιρολογῶ Πόντ. (Τραπ.) 4) ’Ονειδίζω, ὑβρίζω τινὰ Μακεδ. Συνών. βαβίζω 2, βάζω (Ι) 2 γ. 5) Ἐρίζω, διαπληκτίζομαι μετὰ κραυγῶν καὶ χειρονομιῶν Ἤπ. Κάρπ. Ρόδ. 6) Ὀμιλῶ ἀσέμνως, αἰσχρολογῶ Νίσυρ. 7) Περιφέρομαι ἐδῶ κ’ ἐκεῖ ἀσκόπως Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Λέσβ.: Ὁ δεῖνα βατταλιαλεῖ καὶ δὲ δουλεύει Σαρεκκλ. Συνών. βατταρίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/