ἄσσος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄσσος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἄσσος ὁ, κοιν. καὶ Πόντ. ἄσσους βόρ. ἰδιώμ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. ἄσσος, ὃ ἐκ τοῦ ᾿Ιταλ asso < Λατιν. as.

Σημασιολογία

1) Τὸ πρῶτον χαρτὶ ἑκάστης ἐκ τῶν τεσσάρων σειρῶν τῶν ἀπαρτιζουσῶν τὴν δεσμίδα τῶν παιγνιοχάρτων τὸ φέρον ἓν μόνον ἔγχρωμον σῆμα ἀντιστοιχοῦν πρὸς τὸ ἀριθμὸν 1 κοιν. καὶ Ποντ Ἄσσος κούππα - καρρὸ - σπαθὶ - μπαοτούνι. Βάζω -ρίχνω τὸν ἄσσο κοιν. Ἄπαιχτος ἄσσος Λεξ. Πρω. || Φρ. Εἶναι ’ς τὸν ἄσσο (ἀντιλαμβάνεται ἀμέσως). Ἔμεινε ᾿ς τὸν ἄσσο (ἐπέτυχε τοῦ σκοποῦ). Τά ’παιξε-τά ᾽βαλε ὅλα ᾿ς τὸν ἄσσο (διεκινδύνευσεν ἀφρόνως τὰ πάντα) πολλαχ. Κρατεῖ ἢ ἔχει τὸν ἄσσο (ἔχει τὴν δύναμιν εἰς χεῖρας του) Κρήτ. Τὸν ἔχει τὸν ἄσσο (ἔχει χρήματα) Χίος Ἔκαμε τὸν ἄσσο (ἐπέτυχε τοῦ σκοποῦ του) Ἤπ. Κρήτ. Τὸν ἔκαμε τὸν ἄσσο (ἐπλούτησε) Χίος Νὰ κάμῃς τὸν ἄσσο σου (κάμε ὅ,τι ἠμπορεῖς) Κρήτ. Ἔχω τὸν ἄσσο μ᾿ (ἔχω τὸν σκοπόν μου) Ἤπ. Τά 'φερε ’ς τὸν ἄσσσ (ἦλθεν εἰς λίαν δυσχερῆ θέσιν) Μύκ. Ἔβκαλέν με ἄσσον καὶ τριαντάνα (μοῦ ἔφερε πολλὰς δυσκολίας) Κύπρ. Κάνει τοὺς ἄσσους (ταχυδακτυλουργία διὰ παιγνιοχάρτων καθ' ἣν οἱ τέσσαρες ἄσσοι ἀναμειγνυόμενοι μὲ τὰ ἄλλα παιγνιόχαρτα εὑρίσκονται πάλιν ὅλοι μαζί. Ἡ φρ. καὶ ἐπὶ τοῦ χρηματιζομένου δι’ ἀπάτης) Ζάκ. Πελοπν. (Δημητσάν.) Μοῦ κάνει ἢ μοῦ κλεί’ τὸν ἄσσο (μοῦ κάνει νεῦμα. Ἐπειδὴ κατὰ τὸ χαρτοπαίγνιον ὁ ἔχων τὸν ἄσσον γνωστοποιεῖ τοῦτο διὰ νεύματος πρὸς τὸν ἀπέναντι αὐτοῦ σύντροφον τοῦ παιγνίου διὰ νὰ παίξῃ ἀναλόγως) Κρήτ. Τσῆ πάτησε τὸν ἄσσο (τῆς ἔκαμε νεῦμα ἐρωτικὸν) Κρήτ. Ἔμεινε ἄσσος (ἐγκατελείφθη μόνος) Λεξ. Δημητρ. β) Μεταφ. ὁ προέχων μεταξὺ πάντων τῶν ὁμοτέχνων του σύνηθ.: Ὁ δεῖνα εἶναι ὁ ἄσσος τῶν ἀεροπόρων. Ἄσσος στὸ δρόμο τῶν ἑκατὸ μέτρων. Ἄσσος 'ς τὰ χαρτιˬὰ - ᾿ς τὸ τάβλι - 'ς τὸ ποδόσφαιρο -᾽ς τὸ κολύμπι κττ. 2) Συνεκδ. τὸ χαρτοπαίγνιον πολλαχ.: Ὁ δεῖνα ἔφαγε τἠν περιουσία του ᾿ς τὸν ἄσσο πολλαχ. || Γνωμ. Ὅπο͜ιος ἀγαπᾷ τὸν ἄσσο | πάει ᾿ς τὸ σπίτι χωρὶς ράσο Λεξ. Δημητρ. 3) Ἡ μονὰς τῶν κύβων καὶ τοῦ ντόμινου σύνηθ.: Φρ. Ἔρριξε ἄσσο δύο (ἀπέτυχε) Κρήτ. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Σαχλίκ. Γραφαὶ καὶ στίχοι στ. 188 (ἔκδ. Wagner σ. 70) «ἑπτά ’θελα καὶ δώδεκα κ᾿ ἦλθέν μου τέρνα κι ἄσσο». 4) Νόμισμά τι Σάμ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Κάρπ. Κεφαλλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/