γουρουνοτσάρουχο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουρουνοτσάρουχο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γουρουνοτσάρουχο τό, πολλαχ. . γουρ᾽νοτσάρουχο Εὔβ. (Αἰδηψ. Βρύσ.) Ἤπ. Πελοπν. (Ἄρν. Ἀχαΐα Βερεστ. Γαργαλ. Γορτυν. Δάρα Ἀρκαδ. Ζελίν. Κλειτορ. Κοντοβάζαιν. Λάλ. Μάν. Μεσσην. Μηλ. Οἰν. Ὀλυμπ. Παιδεμέν. Σκορτσιν. Τριφυλ.) - Λεξ. Βλαστ. 331 Δημητρ. γουρ᾽νοτάρουχο Πελοπν. (Σουδεν.) γουρ᾽νουτσάρουχου Θεσσ. (Πτελοπούλ. Σκλῆθρ.) Μακεδ. (Γήλοφ. Δασοχώρ. Δεσκάτ. Κατάκαλ. Τρικοκκ. Τριφύλλ. κ.ἀ.) γουρ᾽νουτσάρ᾽χου Θεσσ. (Ἀετόλοφ. Βαθύρρ. Δομοκ. Ἐλάτ. Καρδίτσ. Μασχολούρ. Μεγαλόβρ. Συκαμν.) Μακεδ. (Βογατσ. Γαλάτιστ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Γραν. Καρ. Τσουκαλᾶδ. Φθιῶτ. Φωκ.) γ᾽ρουνοτσάρουχο Πελοπν. (Κάμπος Λακων. Καρδαμ. Πλάτσ. Πετρίν.) γ᾽ρουνουτσάρουχου Α. Ρουμελ. (Καβακλ.) Βιθυν. (Πιστικοχ.) Μακεδ. (Βροντ. Μοσχοπότ. Νάουσ. Πόρ.) γ᾽ρουνουτσάρ᾽χου Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ.) Σάμ. γουρουνοτσάρ᾽χο Πελοπν. (Φλομοχώρ.) χουρ᾽νοτσάρουχο Πελοπν. (Περιθώρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γουρούνι καὶ τσαρούχι.

Σημασιολογία

1) Τὸ ἐξ ἀκατεργάστου δέρματος χοίρου κατασκευασμένου ὑπὸ τῶν χωρικῶν πρόχειρον ἐλαφρὸν ὑπόδημα πολλαχ.: Τὰ τομάριˬα ἀπ᾽ τὰ χοντρὰ γουρούνιˬα τὰ βάνουμε ᾽ς τὸ ἁλάτι κιˬ ἅμα ψηθοῦν καλά, φτε͜ιάνουμε τὰ γουρ᾽νοτσάρουχα Πελοπν. (Κλειτορ.) Ἔχεις κἄνα κομμάτι γουρ᾽νοπέτσι, γιˬὰ νὰ φκε͜ιάσω γουρ᾽νοτσάρουχα νὰ ᾽ποδεθῶ; Πελοπν. (Δάρα Ἀρκαδ.) Τσεῖν᾽ τὰ χρόνιˬα φορούσανε γουρ᾽νοτσάρουχα Εὔβ. (Βρύσ.) Παλιˬακὰ φόριγαν γ᾽ρουνουτσάρουχα Μακεδ. (Βροντ.) Ἀφοῦ δὲ μ᾽ στέλν᾽ι παπούτσιˬα τὰ πιδιˬά μ᾽, μὶ τὰ γουρ᾽νουτσάρουχα θὰ πιθάνω Στερελλ. (Γραν.) Φόρεσα τὰ γουρ᾽νοτσάρουχα καὶ βγῆκ᾽ ἀπέκει ᾽ς τὰ πράματα (= πρόβατα) Πελοπν. (Γαργαλ.) ᾽Σ τὸ χωράφι πήγαιναν φορῶντας γουρουνοτσάρουχα Πελοπν. (Ἀράχ.) Εἶχι ἕνας γουρ᾽νοτσάρ᾽χα Μακεδ. (Ἐλάτ.) Πηγαίνουν, ἔρχονται, χάνονται, ξαναφαίνονται πάλιν καὶ τὰ λουροδεμένα πόδιˬα μὲ τὰ χονδρὰ γουρουνοτσάρουχα πατοῦν καὶ λε͜ιώνουν τὰ χυμένα σπλάχνα Α. Τανάγρ., Ἄγγελ. ἐξολοθρ., 77. || ᾽Σ τῆς Παστρίκους τὸ γαβάθι γουρ᾽νοτσάρουχα ᾽ναι μέσα (ἐπὶ τῶν ἐπαιρομένων διὰ προτερήματα τὰ ὁποῖα δὲν ἔχουν) Εὔβ. (Αἰδηψ.) || Γνωμ. Τοὺ κουλουκύθ᾽ ἀγγε͜ιὸ κὶ τοὺ γουρ᾽νουτσάρουχου φουριὰ κὶ τοὺ γύφτου ύντρουφου μὴν κά᾽ς Μακεδ. (Κατάκαλ.) Συνών. γουρουνοχοιριˬά, λουροτσάρουχο. 2) Μεταφ., ἄνθρωπος φορῶν γουρουνοτσάρουχα Λεξ. Δημητρ. 3) Ἀγενής, ἀγροῖκος πολλαχ. Συνών. γουρουνάνθρωπος 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/