γκορνιτσιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκορνιτσιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γκορνιτσιˬὰ ἡ, ἐνιαχ. ἀgουρνιτσὰ Σκόπ. ἀγκουρ᾽τσιˬὰ Μακεδ. (Χαλκιδ) ἀγκρο᾽τσὰ Μακεδ. (Ἄσσηρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Βουλγαρ. gornitsα (= ἄγρια ἀχλαδιά). Πβ. Δ. Γεωργακᾶν εἰς Ἤπειρ. Χρον. 12 (1937) 182 σημ., 1.
Σημασιολογία
Γκορίτσα 1, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA