γκότης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκότης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γκότης ὁ, Ἤπ. (Βαβούρ. Κωνστάν. Τσαμαντ.) Πελοπν. (Ἠλ. Πύργ.) γκὸτ Ἤπ. (Ἑλληνικ. Χουλιαρ.) γκότ᾽ς Στερελλ. (Περίστ.) Θηλ. γκόταινα Ἤπ. (Βαβούρ. Κωστάν. Τσαμαντ.) γκότινα Στερελλ. (Περίστ.)

Ετυμολογία

Ἡ λ. συνθηματ. Διὰ τὴν πιθανὴν προέλευσιν πβ. τὸ Ἀλβαν. zot καὶ τὸ Βουλγαρ. gospodap τὰ ὁποῖα σημαίνουν Θεός, ἀφέντης.

Σημασιολογία

Εἰς τὴν συνθηματ. γλῶσσαν τῶν κασσιτερωτῶν, ἀλειφιˬάδων, ἀνὴρ, γυνὴ Ἤπ. (Βαβούρ. Κωστάν.) Πελοπν. (Ἦλ. Πύργ.): Ἆσμ. Τῆς λε͜ιανοματίνας τὸ χαντρὶ καὶ τῆς νόσως τὸ μουσούνι καὶ τοῦ γκότη τὸ κρικέλι γε͜ιά σου, μαστρο-Βαγγέλη! (λειανοματίνα = θυγατέρα, χαντρὶ = αἰδοῖον, νόσω = νύφη, μουσούνι = κλειτορίς, κρικέλι = ἕδρα) Πύργ. β) Εἰς τὴν σύνθημα γλῶσσαν τῶν βαρελοποιῶν, τὸ ἀφεντικὸν Ἤπ. (Τσαμαντ.) γ) Εἰς τὴν συνθηματ. γλῶσσαν τῶν κασσιτερωτῶν, ὁ νοικοκύρης Ἤπ. (Βαβούρ. Ἑλληνικ. Χουλιαρ.) δ) Γενικῶς εἰς τὰς συνθηματ. γλώσσας, ὁ κύριος, ἡ κυρία Στερελλ. (Περίστ.): Οὑ γκότ᾽ς γλαβίζ᾽ ζαντὸς (ὁ κύριος εἶναι χαζός). Ἡ γκότινα γλαβίζ᾽ μπάνι᾽ (= ἡ κυρία εἶναι πολύ ὡραία). ε) Ὁ μάγκας Στερελλ. (Περίστ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/