γκότσι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκότσι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
γκότσι ἐπίρρ. Ἤπ. - Χ. Χριστοβασ., Χρον. Σκλάβ., 188 γκότσ᾽ Ἤπ. (Πρέβ.) Θεσσ. (Φάρσαλ) Στερελλ. (Ἀχυρ.) γκοτ᾽ Ἤπ. (Ζαγόρ. Λάκκα Σούλ. Φροσ.) γκότζι Ἤπ. (Τσαμαντ.) Πληθ. γκότσιˬα Ἤπ. Μακεδ. (Καστορ.) κ.ἀ. γκότα Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) κ.ἀ. γκούτα Ἤπ. (Δωδών.) κούτσιˬα Πελοπν. (Γορτυν.) ἀγκότα Θεσσ. (Γερακάρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. göc = μεταφορά, μετακόμισις.
Σημασιολογία
Ἐπὶ τῶν ὤμων, ἱππαστί, ἔνθ᾽ ἀν.: Παίρνω τὸ παιδὶ γκοτσ᾽ Ἤπ. Κουβαλεῖς τὸ παιδὶ γκότ᾽ Ἤπ. (Λάκκα Σούλ. Φροσ.) Οἱ βλά᾽ παίρν᾽ τ᾽ ἀρνιˬὰ γκότα Ἤπ. Πᾶρι μι γκότ᾽ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Νὰ σὲ πάρω γκότζι Ἤπ. (Τσαμαντ.) Κατορθώθηκε νὰ καταπειστοῦν καὶ νὰ μεταφερθοῦν ᾽ς τὸ χωριˬὸ γκό-τσι, ᾽ς τὶς πλάτες τῶν γιˬερώτερων ἀντρῶν Χ. Χρηστοβασ. ἔνθ᾽ ἀν. || Φρ. Τὸν ἔ᾽ γκότσιˬα (ἐνν. ὁ διάβολος) Ἤπ. Συνών. φρ. Τὸν ἔχει καβάλλα. Συνών ἀγγουράκιˬα, ἀγκάνιˬα, ἀμπελέτσα, καβάλλα, καλικούτσα, ὄπα, ὄπαλα, ᾽ς τὶς πλάτες (εἰς λ. πλάτη), ᾽ς τὸν ὦμο (εἰς λ. ὦμος).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA