γκουανὸ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκουανὸ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γκουανὸ τό, ἐνιαχ. gουανὸ Κρήτ. (Ἅγιος Γεώργ. κ.ἀ.) ἀgουανὸ Κρήτ. (Ἅγιος Γεώργ.) ἀgουανός, ὁ, Κρητ. (Ἀβδοῦ κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Γαλλ. guano (= κόπρος πτηνῶν χρησιμεύουσα ὡς λίπασμα).

Σημασιολογία

Λίπασμα ἔνθ᾽ ἀν.: Μὲ τὸν ἀgουανὸ καὶ τὸ νερὸ οἱ ἐλιˬὲς πετάξανε λουμάκους (= ζωηροὺς βλαστοὺς) Κρήτ. (Ἀβδοῦ). Ἤβαλ᾽ ἀgουανὸ ᾽ς τὴ γούλα κ᾽ ἐθέριˬεψε (γούλα = γογγυλοκράμβη) Κρήτ. (Ἅγιος Γεώργ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/