ἀστακολόγος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστακολόγος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀστακολόγος ὁ, Χίος.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀστακὸς καὶ τῆς καταλ. -λόγος.
Σημασιολογία
Μηχάνημα διὰ τοῦ ὁποίου ἀλιεύονται οἱ ἀστακοί. Πβ. ἀστακόδιχτο, ἀστακόθηρο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA