ἀστακοουρὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστακοουρὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀστακοουρὰ ἡ, Θήρ. - ΑΠαπαδιαμ. Πρωτοχρ. διηγ. 58 ΠΝιρβάν. Συναξάρ. 5 -Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀστακὸς καὶ οὐρά.
Σημασιολογία
Ἡ οὐρὰ τοῦ ἀστακοῦ ἔνθ᾽ ἀν.: Εἶχε μαγειρέψει πιλάφι μὲ ἀστακοουρὲς ΠΝιρβάν. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA