ἀστακός
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστακός
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀστακὸς ὁ, κοιν. ἀστάκος Χίος (Αὐγών. Λιθ.) ’στακὸς Ἤπ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Πελοπν. (Μάν.) Προπ. (Κύζ. Πανορμ.) ἀσταχὸς Ζάκ. Κεφαλλ. Κρήτ. Λῆμν. ἀσταχιˬὸς Κύθηρ. ἀστιˬακὸς Σύμ. ἠστιˬακὸς Σύμ. νηστιˬακὸς Ἰκαρ. Σύμ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀστακὸς. Τό 'στακὸς καὶ μεσν. Τὸ ἀσταχός, ὅπερ κατ' ἐπίδρ. τοῦ ἀστάχυ, καὶ παρὰ Πορτ. Τὸ νηστιˬακὸς κατὰ παρετυμ. πρὸς τὸ νηστεία, διότι θεωρεῖται ὡς νηστήσιμον φαγητον.
Σημασιολογία
Θαλάσσιον μαλακόστρακον τῆς οἰκογενείας τῶν ἀστακιδῶν κοιν.: Εἶναι κόκκινος ἢ κοκκίνηοε σὰν ἀστακὸς ἢ σὰν τὸν ἀστακὸ || Φρ. Εἶναι ἀρματωμένος- φορτωμένος σὰν ἀστακὸς κοιν. || Παροιμ. Ὁ ἀστακὸς δώδεκα χρόνους ἀρματώνεται γιὰ νὰ βγῇ ’ς τὸν πόλεμο (Ἀνατολ. Ἐπιθεώρ. 1, 558).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA