γκουβερνιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκουβερνιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γκουβερνιˬάζω ἐνιαχ. κουβερνιˬάζω Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἑνετ. governor = κυβερνῶ.
Σημασιολογία
Διακυβερνῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA