βαφάρις
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαφάρις
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βαφάρις ὁ, Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. βαφὴ καὶ τῆς καταλ. -άρις.
Σημασιολογία
Βαφεˬὰς 1, ὃ ἰδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA