ἀστάλωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστάλωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀστάλωτος ἐπίθ. Ζάκ. Ἤπ. Παξ. -ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3,404 ΑΚαρκαβίτσ. Ζητιᾶν. 29 καὶ 193 ΚΠαλαμ. Βωμ.2 96 - Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. ἀστάλουτους Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θρᾴκ. (Αἶν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *σταλωτὸς < σταλώνω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ σταλωθείς, ἤτοι ὁ μὴ σκληρυνθεὶς, τρυφερὸς ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀστάλωτο βλαστάρι Παξ. Ἀστάλωτο λούλουδο ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. Ἀμύγδαλα ἀστάλωτα Παξ. Καλαμπόκιˬα ἀστάλωτα Λεξ. Δημητρ. Τὸ μυˬαλό του εἶναι ἀστάλωτο (ἀδιάπλαστον) Παξ. 2) Ὁ μὴ ἀναπτυχθεὶς εἰσέτι Ζάκ. Παξ. - ΑΚαρκαβίτσ. ἔνθ᾽ ἀν. ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν.: Ἀστάλωτο παιδὶ (νεαρὸν) Παξ. Ἀστάλωτο βρέφος ΑΚαρκαβίτσ. ἔνθ’ ἀν. 29 Ἀστάλωτα πουλλιὰ αὐτόθ. 193 Βόδι ἀστάλωτο (τὸ μὴ ἀσκηθὲν ἀκόμη εἰς τὸν ζυγὸν) Ζάκ. || Ποίημ. Κ᾽ ἐμεῖς ἀγώριˬα ἀγίνωτα κιˬ ἀστάλωτες παιδοῦλλες ΚΠαλαμ. ἔνθ᾽ ἀν. Πβ. ἄπηχτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA