γουρουνούλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουρουνούλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γουρουνούλα ἡ, Ζάκ. (Κερ. Μαχαιρᾶδ. κ.ἀ.) γουρ᾽νούλα Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Λαμ. Τοπόλ. κ.ἀ.) γ᾽ρουνούλα Κεφαλλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γουρούνα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ούλα.

Σημασιολογία

1) Ἡ μικρὰ θήλεια χοῖρος ἐνιαχ. 2) Ἡ παιδιˬὰ γουρούνα, περιγραφὴν τῆς ὁπ. βλ. εἰς λ. γουρούνα 10, ἔνθα καὶ συνών., Κεφαλλ. 3) Εἶδος ἑτέρας παιδιᾶς, ἡ ὁποία παίζεται ὡς ἑξῆς: Εἷς τῶν παικτῶν, οἱ ὁποῖοι κρατοῦνται μεταξύ των ἀπὸ τὰς χεῖρας, προσποιεῖται τὴν γουρούναν. Αὕτη τρώγει τὸ ὑποτιθέμενον φαγητόν, τὸ ὁποῖον τῆς παρατίθεται ὑπὸ τῆς μητρὸς τῶν χειροκρατουμένων παικτῶν. Ἐν τέλει δηλητηριαζομένη τύπτεται ὑπὸ τῶν παικτῶν, ὁ συλλαμβανόμενος ὅμως ὑπ᾽ αὐτῆς θὰ φέρῃ ταύτην ἐπὶ τῶν ὤμων του Ζάκ. 4) Τὸ ζῷον Γλομερὶς τῆς οἱκογ. τῶν Μυριαπόδων (Millepedi) Ζάκ. (Μαχαιρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ) Συνών. βλ. εἰς λ. γουρουνίτσα 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/