βαφεˬὰς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαφεˬὰς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βαφεˬὰς ὁ, βαφέας Πόντ. (Τραπ.) βαφέα Τσακων. βαφίας Ζάκ. βαφία Τσακων. βαφεˬὰς σύνηθ. βαφὲς Δ.Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. βαφεύς.

Σημασιολογία

1) Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔχει ὡς ἐπάγγελμα τὴν βαφὴν ὑφασμάτων σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ.) Τσακων. Συνών. βαφάρις, βαφεˬάρις, μπογιατζῆς. Ἡ λ και ὡς ἐπῶν. Κεφαλλ. καὶ Βαφὲς τοπων. Δ.Κρήτ. 2) Μεταφ. ἄνθρωπος διεστραμμένος, μνησίκακος, σκληρὸς Πελοπν. (Γορτυν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/