βαφερὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαφερὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βαφερὸς ἐπίθ. Ἤπ

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. βαφὴ καὶ τῆς καταλ. -ερός.

Σημασιολογία

Ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα νὰ μεταδίδῃ χρῶμα, νὰ βάφῃ: ᾎσμ. Τὸ δάκρυ μου ’ναι βαφερὸ κ᾿ ἔβαψε τὸ μαντήλι, πέντε ποτάμια το’ ’πλυναν κ᾿ ἔβαψαν καὶ τὰ πέντε.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/