βαφόρριζα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαφόρριζα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βαφόρριζα ἡ, ΠΓεννάδ. 43.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. βαφὴ καὶ ρίζα.

Σημασιολογία

Τὸ φυτὸν ἀλκάννα ἡ βαφικὴ (alkanna tinctoria) τῆς τάξεως τῶν τραχυλλωδῶν (borracinaceae), τῆς ὁποίας ἡ ρίζα παρέχει ἐρυθρὰν βαφικἡν οὐσίαν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/