βαφτίδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαφτίδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βαφτίδι τό, ἀμάρτ. βαφτίδ’ Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ. Αἶν.) βαφτίδιˬα τά, Χίος -Λεξ. Βλαστ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βαφτίζω καὶ τῆς καταλ. -ίδι.
Σημασιολογία
Ἡ τελετὴ τοῦ βαπτίσματος ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Πές μου νὰ ζῇς, πραματευτή, πλακώνω ’ς τὰ βαφτίδιˬα; Ἄν εἶν᾽ ὁ μαῦρος δυνατός, πλακώνεις ’ς τὰ βαφτίδιˬα Χίος. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βάφτισι 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA