γουρουνοχόρταρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουρουνοχόρταρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γουρουνοχόρταρο τό, ἐνιαχ. γουρ᾽νοχόρταρο Πελοπν. (Βερεστ.) γουρ᾽νουχόρταρου Θεσσ. (Βαθύρρ. Μυρόφυλλ. Πολυνέρ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γουρούνι καὶ χορτάρι.

Σημασιολογία

1) Εἶδος φυτοῦ μὲ λεπτοὺς σχοινοτενεῖς βλαστοὺς καὶ ροδόχροα μικρὰ ἄνθη Θεσσ. (Μυρόφυλλ.) Συνών. μακρομαλλοῦσα, πολυκόμπι, πολύκομπος. 2) Πιθαν. τὸ φυτὸν Δακτυλῖτις ἡ λειωτὴ (Digitafe laevigata) τῆς οἰκογ. τῶν Γρομφαδιιδῶν ἢ Χοιραδιιδῶν (Scrofulariaceae), τὸ ἀφέψημα τοῦ ὁποίου χρησιμοποιεῖται ὡς θεραπευτικὸν τῆς διφθερίτιδος, τοῦ κόραμα, τῶν χοίρων Πελοπν. (Βερεστ.): Δοκίμασα τὰ γουρ᾽νοχόρταρα καὶ δὲ gάμα dίποτα ᾽ς τὴ γουρουνίτσα μου. Συνών. κορακόχορτο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/