γουρουνόχορτο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουρουνόχορτο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γουρουνόχορτο τό, Πελοπν. (Καλάβρυτ.) γουρ᾽νόχορτο Ἀντίπαξ Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. Κάβ. Χλομ.) Λευκ. Παξ. Πελοπν. (Μεσσην.) γουρουνοχόρτι Α. Βαλαωρ., Ἔργα 2, 264 - Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γουρούνι καὶ χόρτο.

Σημασιολογία

1) Τὸ φυτὸν Κυκλάμινον τὸ νεαπολιτανικὸν (Cyclamen neapolitanum) τῆς οἰκογ. τῶν Ἡρανθιδῶν ἢ Πριμουλιδῶν (Primulaceae) Λευκ. Πελοπν. Α. Βαλαωρ., ἔνθ᾽ ἀν. Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἀγριοπατάτα, ἀζινίτσα, βουκάμενος, γουρούνα 8, γουρουνίδα 2, γουρουνίτσα 5, γουρουνοπάπουτσο 2, γουρουνοπατάτα, κλουτσίνα, κυκλαμιˬά, κυκλαμίδα, ντρίμερο, πετρομάνουρο, τῆς γῆς τὸ ψωμί. 2) Τὸ φυτὸν Ὑποχοιρὶς ἡ κρητικὴ (Hypochoeris cretica) τῆς οἰκογ. τῶν Συνθέτων (Compositae) Ἀντίπαξ. Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. Κάβ. Χλομ.) Λευκ. Παξ. Συνών. χοιροβότανο. 3) Γουρουνοχόρταρο 2, τὸ ὁπ. βλ., Ἀντίπαξ. Κέρκ. Πάξ. Πελοπν. (Μεσσην.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/