ἀστάνιˬαρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστάνιˬαρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀστάνιˬαρος ἐπίθ. Πελοπν. (Λάκων.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. στανιˬάρω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ σταματῶν, ὁ ἀκαταπαύστως ρέων: Τὸ αἷμα τρέχει ἀστάνιˬαρο. Συνών. ἀσταμάτητος 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/