γουρτεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουρτεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γουρτεύω Πόντ. (Ἴμερ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Λέξ. ἐξ ὀνοματοποιίας ἐκ τοῦ μορ. γούρτ τοῦ ἀποδίδοντος τὸν ἦχον τὸν ὁποῖον προξενοῦν οἱ ὀδόντες τῶν ζῴων, ὅταν τρώγουν ταῦτα ξηρὰν τροφὴν ἔνθ᾽ ἀν.: Τὰ ζὰ γουρτεύ᾽νε τὴν φαϊστέραν (τὰ ζῷα καθαρίζουν τὴν φάτνην τρώγοντα τὰ ὑπολείμματα τῶν χόρτων) Ἴμερ. Σίτα τρώει, γουρτεύ᾽ τἁ δόντ ᾽τ᾽ (σίτα = ἐνῷ) Χαλδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA