βαφτισιˬάτικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαφτισιˬάτικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βαφτισιˬάτικος ἐπίθ. Θρᾴκ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. βάφτισι καὶ τῆς καταλ. -ιˬάτικος.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἀνήκων, ὁ ἁρμόζων εἰς τὴν βάπτισιν: Λαμπάδα βαφτισιˬάτικη. 2) Οὐδ. πληθ. βαφτισιˬάτικα οὐσ., πάντα τὰ χρειώδη διὰ τὴν βάπτισιν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA