ἀσταρώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσταρώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀσταρώνω σύνηθ. ἀσταρώνου βόρ. ἰδιώμ. ἀσταρών-νω Κύπρ. ᾽σταρώνω Κρήτ. (Βιάνν.) ᾽σταρών-νω Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀστάρι.
Σημασιολογία
1) Προσράπτω ἀστάρι εἴς τι ἔνδυμα σύνηθ.: Ἀσταρώνω τὸ πανωφόρι – τὸ σακκάκι σύνηθ. ’Σταρώνου τοὺ παλτὸ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Συνών. ἀσταρίζω, φοδράρω. 2) Ἀπλώνω τὸ πρῶτον στρῶμα ἐλαιοχρώματος τὸ ἄλλως λεγόμενον ἀστάρι Ἀθῆν. κ.ἀ. - Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA