βαφτιστήρας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαφτιστήρας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βαφτιστήρας ὁ, πολλαχ. Θηλ. βαφτιστήρα πολλαχ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. βαφτιστήρι. Πβ. καὶ μεσν. θηλ. βαπτιστήρα παρὰ Προδρόμ. 3, 188 (ἔκδ. Hesseling-Pernot) «ἐκείνη βαπτιστήρα ἦτον, ἐκείνη τσούκκα οὐκ ἦτον».
Σημασιολογία
1) Βαφτισιμα͜ιός, ὃ ἰδ., σύνηθ. 2) Θηλ. ἡ κολυμβήθρα τοῦ βαπτίσματος Κύπρ. Συνών. κολυμπήθρα. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Κύπρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA