ἀσταφίδωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσταφίδωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσταφίδωτος ἐπίθ. σύνηθ. ἀσταφίδουτους βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *σταφιδωτὸς < σταφιδώνω.
Σημασιολογία
1) Ἀσταφίδιˬαστος1, ὃ ἰδ., σύνηθ. 2) Ὁ μὴ περιέχων σταφίδας Λεξ. Πρω.: Πουτίγγα ἀσταφίδωτη.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA