ἀστάφνιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστάφνιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀστάφνιστος ἐπίθ. πολλαχ. ἀστάφνιστους Μακεδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *σταφνιστὸς < σταφνίζω, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. σταθμίζω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ὑποβληθεὶς εἰς εὐθυγράμμισιν διὰ στάθμης πολλαχ.: Ἀστάφνιστος τοῖχος. Ἀστάφνιστο πάτωμα. 2) Ὁ μὴ σταθμισθείς, ἀζύγιστος Ἤπ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) - Λεξ. Πρω. 3) Μεταφ. ὁ μὴ εὐτρεπισθείς, ὁ μὴ καλλωπισθεὶς Μακεδ.: Ἡ νύφ’ εἶν᾽ ἀστάφνιστ᾿ ἀκόμα. 4) Ὁ μὴ σταθμίζων καὶ ὑπολογίζων τὰ ἔξοδά του, σπάταλος Ἤπ. - Λεξ. Πρω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA