γουστόζικα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουστόζικα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
γουστόζικα ἐπίρρ. πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γουστόζικος.
Σημασιολογία
Χαριέντως, μὲ φιλοκαλίαν, καλαισθησίαν, μὲ γοῦστο πολλαχ.: Ἔχει ἐπιπλώσει τὸ σπίτι πολὺ γουστόζικα Ἀθῆν. Μιλάει πολὺ γουστόζικα (μὲ μεγάλην χάριν) αὐτόθ. Εἶναι πολὺ γουστόζικα βαλμένο Λεξ. Δημητρ. Ντύνεται πάντα γουστόζικα Ἀθῆν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA