ἀστέγαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστέγαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀστέγαστος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ. καὶ δημῶδ. Πόντ. (Οἰν. Σάντ.) ἀστέβαστος Πόντ. (Τραπ.) ἀστίαστος Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀστέγαστος. Διὰ τὴν τροπὴν τοῦ τονουμένου ε εἰς ι πρὸ τοῦ α εἰς τὸν τύπ. ἀστίαστος ἰδ. NAndriotis ἐν ᾿Αρχ. Θρακικ. Θησ. 6 (1939/4Ο) 171 κἑξ.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ἔχων στέγην, ὁ μὴ στεγασμένος, ἐπὶ οἰκοδομῆς σύνηθ. καὶ Πόντ. (Οἰν. Σάντ. Τραπ.): Ἀστέγαστο σπίτι σύνηθ. Ἀστίαστος μητᾶτος Ἀπύρανθ. Συνών. *ἀστέγωτος. 2) Ὁ μὴ ἔχων οἰκίαν, ἄστεγος σύνηθ.: Πολλοὶ πρόσφυγες ἔμειναν ἀστέγαστοι. Συνών. ἄσπιτος, ἀσπίτωτος 1, ἄστεγος, ξεσπίτωτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/