ἀστέγνωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστέγνωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀστέγνωτος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀστέγνουτους βόρ. ἰδιώμ. ἀστέγνωστος Λεξ. Περίδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *στεγνωτὸς < στεγνώνω. Πβ. καὶ τὸ μεταγν. ἀστέγνωτος = ἀκάλυπτος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ στεγνώσας εἰσέτι ἔνθ’ ἀν.: Δὲ φάνηκε ὁ ἥλιος κιˬ ἀπόμειναν τὰ ροῦχα ἀστέγνωτα. Μάζωξα τὰ ροῦχα ἀστέγνωτα. || Φρ. Ἀστέγνωτη γλῶσσα (ἐπὶ φλυάρου) Λεξ. Δημητρ. 2) Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ στεγνώσῃ πολλαχ: Ἀστέγνωτο χῶμα - χωράφι κττ. σύνηθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA