γοῦτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γοῦτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γοῦτος ὸ, πολλαχ. γοῦτους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.
Ετυμολογία
Πιθαν. τὸ Βυζαντ. γοῦτος, τὸ ὁπ. εἰς τὸ Μ. Ἐτυμολ. 238, 55 «γοῦτος· ληκύθου εἶδος», ἴσως ἕνεκα τῆς ὁμοιότητος τοῦ ἤχου τοῦ παραγομένου κατὰ τὴν ἐκ τῆς ληκύθου ἐκροὴν τοῦ ὕδατος πρὸς τὴν φωνὴν τοῦ πτηνοῦ.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἄρρην περιστερὰ πολλαχ.: Ὅταν ἀκοῦς τὸ γοῦτο νὰ φωνάζῃ, εἶναι κακὸ Πελοπν. (Κυνουρ.) Οὑ γοῦτους φουνάζ᾽ οὕ᾽ μέρα Θεσσ. (Πρόδρομ.) Αὐτὸν τοῦ γοῦτου βαρέθ᾽κα νὰ τοὺν ἀκούου νὰ φουνάζ᾽ οὕ᾽ μέρα Θεσσ. (Κρήν.) || Φρ. Εἶναι φουσκωμένος σὰ γοῦτος (ἐπὶ τῶν κομπορρημόνων) Ἀθῆν. β) Ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁ εύτραφὴς εἰς τὸ πρόσωπον Ἀθῆν. 2) Εἶδος πτηνοῦ μεγέθους κόρακος Μακεδ. (Κοζ.) 3) Ὁ ἰχθὺς Σκυλιόρρινος ὁ ἀστερώδης (Scyliorhinus stellaris) τῆς οἰκογ. τῶν Σκυλιορρινιδῶν (Scyliorhinidae) Κύθηρ. Συνών. γάττος 2, γαττόψαρο 1. 4) Ὁ ἰχθὺς Φυκὶς ἡ μεσογειακὴ (Phycis mediterranea) τῆς οἰκογ. τῶν Γαδιδῶν (Gadidae) ἐνιαχ. 5) Εἶδος παιδιᾶς Θεσσ. (Μελιβ.) Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γοῦτος καὶ ὡς ἐπών. καὶ ὡς παρωνύμ. πολλαχ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA