ἀστειεύομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστειεύομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀστειεύομαι λόγ. κοιν.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἀστειεύομαι.
Σημασιολογία
Ὁμιλῶ οὐχὶ σπουδαιολογῶν ἀλλὰ παίζων ἔνθ' ἀν.: Δὲν τὸ λέει σοβαρά, ἀστειεύεται. Τὸ εἶπε γιˬὰ ν’ ἀστειευθῇ. Δέν εἶναι ν’ ἀστειευθῇ κἀνεὶς μαζί του. Τὶ λές, ἀδερφέ, ἀστειεύεσαι! - Δὲν ἀστειεύομαι καθόλου, σοῦ μιλῶ σοβαρά. || Φρ. Ἀστειεύεσαι! (ἐπὶ ἐντόνου ἀρνήσεως ἢ καταφάσεως πρός τινα, οἷον: ἀστειεύεσαι ποῦ θὰ δώσω αὐτουνοῦ λεφτά! ἀστειεύεσαι ποῦ δὲ θά ’ρθω! ἀστειεύεσαι ποῦ θὰ φύγω! κττ.) σύνηθ. Συνών. ἀστεΐζομαι, χορατεύω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA