γόφα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γόφα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γόφα ἡ, Θήρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γόφος.
Σημασιολογία
1) Τὰ ἄνω μέρη τοῦ ποδός, τὰ γόμφια κῶλα. 2) Ὁ πόνος τῶν γόμφων. Συνών. γοφόπονος. 3) Συνεκδ., ὁ ὑποστὰς ἐξάρθρωσιν τῶν γόμφων. Συνών. γοφάδι, ξεγοφιˬάρης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA