γκουγκούτσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκουγκούτσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γκουγκούτσα ἡ, Ἤπ. (Μαργαρ. Λάκκα Σούλ. Ἁγία Κυριακ.) Μακεδ. (Θεσσαλον.) γκουγκούτα Κωνπλ. γκουγκούφτα Μακεδ. (Δοξᾶτ. Σέρρ.) γκουγκούχτα Μακεδ. (Ἀδριαν.) γκουργκούχτα Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Θρᾴκ. (Σκόπ.) κουγκούσα Μακεδ. (Βόιον) γκουγκούτ᾽κα Μακεδ. (Καστορ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν τριῶν τῆς αὐτῆς προελεύσεως βαλκανικῶν λέξεων, ἢτοι τῆς Ἀλβαν. guguçe = φάσσα, τῆς Ρουμαν. guguka = φάσσα καὶ τρυγὼν καὶ τῆς Βουλγαρ. gugutka = τρυγών, δεκοχτούρα, κατ᾽ άλληλεπίδρασιν τύπων καὶ σημασιῶν. Ὁ τύπ. γκουργκούχτα δι᾽ ἀνάπτυξιν ρ, διὰ τὸ ὁπ. βλ. Φ. Κουκουλέ, Ἀθηνᾶ 29 (1917), 83 κἑξ.

Σημασιολογία

1) Τὸ πτηνὸν Περιστερὰ ἡ πέλεια ἢ λευκαύχην (Columba palumbus) τῆς οἰκογ. τῶν Περιστεριδῶν (Columbidae) Ἤπ. (Μαργαρ. Λάκκα Σούλ. Ἁγία Κυριακ.) Μακεδ. (Ἀδριαν. Βόιον). 2) Τὸ πτηνὸν Περιστερὰ ἡ αἰγυπτιακῆ (Columba palaestinae) τῆς οἰκογ. τῶν Περιστεριδῶν (Columbidae) Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Θρᾴκ (Σκοπ.) Κωνπλ. Μακεδ. (Δοξᾶτ. Θεσσαλον. Καστορ. Σέρρ.) Συνών. δεκοχτούρα. 3) Τὸ πτηνὸν Τρυγὼν ἡ κοινὴ (Streptopelia turtur) τῆς οἰκογ. τῶν Περιστεριδῶν (Columbidae) Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/