γκοζγκούνης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκοζγκούνης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γκοζγκούνης ἐπίθ. ἐνιαχ. γκουζγκού᾽ς Θεσσ. (Ἀνατ.) Μακεδ. (Γρεβεν. Καταφύγ.) γκουζγκούντ᾽ς Μακεδ. (Λιτόχ.) Θηλ. γκουζγκούνα ἐνιαχ. γκουζγκούνω ἐνιαχ. Οὐδ. γκουζγκούνικο ἐνιαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Κουτσοβλαχ. guzgûn καὶ τοῦτο ἐκ τοῦ Τουρκ. gözcü = ὁ παρατηρῶν ἐνδελεχῶς, κατάσκοπος, φρουρὸς.
Σημασιολογία
Ὁ ἐρευνῶν κρυφίως καὶ μετ᾽ ἐπιμελείας ἔνθ᾽ ἀν.: Ξέρ᾽ς τί γκουζγκού᾽ς εἶι; Ὅλα τὰ ξέρ᾽ Μακεδ. (Καταφύγ.) β) Μεταφ., ὁ μετ᾽ ἐπιδημίαν χολέρας ἐπιζήσας Θεσσ. (Ἀνατ.) Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γκουσγκούνης Ἀθῆν. Θεσσ. (Λάρ.) Μακεδ. (Κοζ.) Σπέτσ. Στερελλ. (Λαμ.) Γουσγούνης Ἀθῆν. Ἤπ. (Κόνιτσ.) Μακεδ. (Θεσσαλον.) Στερελλ. (Μαρκόπ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA