γκούισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκούισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γκούισμα τό ἐνιαχ. gούισμα Κῶς (Καρδάμ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γκουίζω.
Σημασιολογία
Τὸ πρῶτον ψέλλισμα μωροῦ ἔνθ᾽ ἀν.: Ἄρισεν dα gουΐσματα τὸ μωρό σ-σας
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA