γκουλὲς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκουλὲς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γκουλὲς ὁ Μακεδ. (Δρυμ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. gülle = σφαῖρα βλῆμα πυροβόλου.
Σημασιολογία
1) Βλῆμα πυροβόλου. 2) Στρογγυλὴ πέτρα μὲ τὴν ὁποίαν τὰ παιδιὰ ἔπαιζαν βώλους.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA