βάψιμο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βάψιμο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βάψιμο τό, κοιν. βάψ’μου βόρ. ἰδιώμ. βάψ’μου πολλαχ βορ. ἰδιωμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. βάφω.

Σημασιολογία

1) Σκλήρυνσις, στόμωσις σιδηροῦ ἀντικειμένου διὰ τῆς βυθίσεως ἐν καταστάσει πυρακτώσεως εἰς ψυχρὸν ὕδωρ πολλαχ. Συνών. βαφὴ 1, βάψι 1. 2) Χρωματισμὸς ἀντικειμένου τινὸς δι’ ἐμβαπτίσεως εἰς διαλελυμένον χρῶμα ἢ δι’ ἐπαλείψεως χρώματος κοιν.: Βάψιμο ἀβγῶν–νημάτων-ρούχου κττ. κοιν. Βάψιμο σπιτιˬοῦ-τοίχου-τραπεζιˬοῦ κττ. Βάψιμο ζωηρὸ-κακὸ-καλὸ κττ. κοιν. Βάψιμο μέ νερὰ (ἡ βαφὴ τῶν κομμένων ἄκρων τῶν βιβλίων μὲ διαφόρους ἀποχρώσεις) Ἀθῆν. Συνών. βάμμα 2, βαφὴ 2. 3) Ψιμυθίωσις κοιν. Συνών. φτε͜ιασίδωμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/