γκούπιζα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκούπιζα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γκούπιζα ἡ, ἐνιαχ. γκούπ᾽ζα Μακεδ. (Βόιον Δαμασκ.) κούπ᾽ζα Στερελλ. (Δεσφ.) γκούμπ᾽ζα Μακεδ. (Γήλοφ. Δασοχώρ. Δεσκάτ. Τρικοκκ. κ.ἀ.) gούβ᾽ζα Α. Ρουμελ. (Κα- Θεσσ. (Καβακλ.) Θεσσ. (Καλαμπάκ.) gουb᾽σα Θεσσ (Καλαμπάκ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Σλαβ. gubezi = κοιλότης κορμοῦ δένδρου, κουφάλα.
Σημασιολογία
1) Ξύλινον βαθύ ποιμενικὸν πινάκιον Α. Ρουμελ. (Καβακλ.) Θεσσ. (Καλαμπάκ.) Μακεδ. (Βόιον Γήλοφ. Δαμασκ. Δασοχώρ. Δεσκάτ. Τρικοκκ. κ.ἀ.): Ἡ γκούμπ᾽ζα γένιτι ἀποὺ δέντρου, φτιλιˬά, σφιντά᾽ κὶ καρεˬὰ κιˬ ἄλλα ξύλα Δασοχώρ. 2) Τὸ ἰνιακὸν ὀστοῦν Στερελλ. (Δεσφ.) Συνών. κούτικας.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA