βγάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βγάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βγάζω, ἐβγάτζω Σίφν. ἰβγάζου Μακεδ. βγάζω κοιν. βγάζου βόρ. ἰδιώμ. βγάζ-ζου Εὔβ. (Κουρ. Κύμ.) ἠβγάζω Μεγιστ βγάτζω Σέριφ. βγάντζω Σίφν. Χίος βγέζω Ἰκαρ. βγέζου Θρᾴκ. (Διδυμότ.) Σάμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἐκβιβάζω διὰ τῶν μεταβατικῶν τύπων *ἐγβιβάζω,*γβιβάζω καὶ ἀνομοιωτικῶς γβάζω. Ὁ τελευταῖος τύπ. ἀμάρτυρος. Διὰ τὴν τροπὴν τοῦ κ εἰς γ καὶ τὴν ἐναλλαγὴν τῶν συμφώνων γβ εἰς βγ πβ. τὰ ὅμοια ἐκβαίνω-γβαίνω, ἐκβάλλω-γβάλλω-βγάλλω. Τὸ ρῆμα εἶναι εὔχρηστον μόνον εἰς τὸν ἐνεστῶτα καἱ παρατατικόν, οἳ δὲ ἄλλοι χρόνοι ὡς καὶ ἡ μετοχὴ ἀναπληροῦνται ὑπὸ τοῦ ρ. βάλλω.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Ἀποβιβάζω κοιν.: Τὸ βαπώρι μᾶς βγάζει ᾽ς τὸ δεῖνα μέρος. Ὁ βαρκάρις βγάζει ἀπὸ τό βαπώρι τὰ μπαοῦλα. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Πλάτ. Γοργ. 511 Ε «εἰδὼς ὅτι οὐδὲν αὐτοὺς βελτίους ἐξεβίβασεν ἢ οἷοι ἐνεβησαν». 2) Ἐκβάλλω, ἐξάγω κοιν.: Τὸν βγάζω ἔξω ἀπ᾿ τὸ σπίτι. Βγάζω τὰ στρώματα ἔξω νὰ πάρουν ἀέρα. Βγάζω τὸ δόντι. Βγάζω αἷμα. Βγάζω τοῖς πέτρες ἀπ᾿ τὴ γῆ-ἀπ' τὸ χωράφι. Βγάζω τὸ φίδι ἀπ᾽ τἠν τρῦπα κοιν. || Φρ. Βγάζω γλῶσσα (αὐθαδιάζω). Βγάζω τοὶς φωνὲς (φωνάζω, κραυγάζω, συνών. φρ. μπήζω τοὶς φωνές). Δὲ βγάζω ἄχνα-γρῦ-λέξι-λόγο-μιλιˬὰ-τσιμουδιˬὰ (σιωπῶ τελείως). Βγάζω λόγο (ἐκφωνῶ λόγον, δημηγορῶ, κηρύττω). Βγάζω ἀφορι σμὸ (ἀπαγγέλλω ἐπ’ ἐκκλησίας ἀφορισμόν). Βγάζω τὴν οὐρά μου ἔξω (ἐκφεύγω ἐπιτηδείως ἢ ἀρνοῦμαι τὴν συμμετοχὴν εἰς πρᾶξιν ἤ ἐνέργειαν συνεπαγομένην εὐθύνας). Βγάζω μπαμπάκι (ἐκκοκίζω βάμβακα). Βγάζω μετάξι (ἐξάγω μέταξαν ἐκ τοῦ βομβυκίου). Βγάζω τὸν κλήδονα (ἐξάγω τοὺς ἐν αὐτῷ κλήρους). Βγάζω φωτογραφία (φωτογραφῶ ἢ φωτογραφοῦμαι). Βγάζω ᾿ς τὸ δρόμο (ἀποδιώκω, ἀποπέμπω). Βγάζω ’ς τὰ φόρα ἢ ᾿ς τὸ δρόμο (ἀποκαλύπτω, φανερώνω τι ἐπαίσχυντον). Βγάζω ’ς τὴ μέση (φέρω τι εἰς συζήτησιν ἢ προβάλλω νέον ἰσχυρισμόν). Βγάζω ἀπ᾿ τὴ μέση (ἐκτοπίζω, παραμερίζω ἢ ἐξοντώνω, φονεύω). Βγάζω ἀπ᾿ τὸν ἴσιο δρόμο (παρεκτρέπω ἠθικῶς). Βγάζω ἀπ᾿ τὸ νοῦ μου (ἀπομακρύνω ἐκ τῆς μνήμης μου, λησμονῶ). Βγάζω ἀπ’τὸ νοῦ μου: τὸ μυˬαλό μου-τὸ κεφάλι μου-τὴν κοιλιˬά μου (ἐπινοῶ). Βγάζω τὸ πόδι μου ἀπ᾿ τὸ κατώφλι-τὴν πόρτα (ἐξέρχομαι). Βγάζω προηγιˬασμένη (ἐξάγω ἀπὸ τὸ πρόσφορο τῆς λειτουργίας ἰδιαίτερον ἄρτον, ὅστις καθαγιαζόμενος μέλλει νὰ χρησιμοποιηθῇ εἰς τὴν λειτουργίαν τῶν προηγιασμένων). Βγάζω βούτυρο (ἐξάγω β. ἐκ τοῦ γάλακτος). Βγάζω λάδι (ἑξάγω ἔλαιον ἐκ τῶν ἐλαιῶν). Βγάζω τὸ ἄχτι μου (ἱκανοποιοῦμαι ἐκδικούμενος). Τοῦ βγάζω τὴν ψυχὴ (τὸν τυραννῶ, τὸν βασανίζω). Τοῦ βγάζω τὸ λάδι-τὸ Θεὸ-τὴν Παναγία-τὴν πίστι (συνών. τῇ προηγουμένῃ). Τὸν βγάζω ἀπὸ ἔξοδα (τὸν ἀναγκάζω νὰ δαπανήσῃ. Ἡ φρ. ἐσχηματίσθη κατ᾽ ἀντίθεσιν συντακτικὴν πρὸς τὴν συνών. τὸν βάζω σ’ ἔξοδα) κοιν. Βγάζω σπόρο (ξεχωρίζω τὸν πρὸς σπορὰν τοῦ ἑπομένου ἔτους σπόρον δημητριακῶν ἢ ὀσπρίων). Βγάζω λόγιˬα-ξόμπλιˬα (δυσφημίζω). Βγάζω τὰ τσίπουρα (βραχυλ. ἀντὶ βγάζω ρακὶ ἀπὸ τὰ τσίπουρα) πολλαχ. Βγάζω τοὶς ἐλα͜ιὲς (βραχυλ. πιέζω αὐτὰς εἰς τὸ ἐλαιοτριβεῖον) Νάξ. Βγάζου κουκούλλια (ἐξάγω τὴν μέταξαν τῶν βομβυκίων) Μακεδ. (Χαλκιδ) Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Ἀριστοφ. Ὄρνιθ. 662 «ἐκβίβασον ἐκ τοῦ βουτόμου τοὐρνίθιον». Καὶ μὲ αἰτιατικὴν ἁπλῆν ἢ μὲ τὴν πρόθεσιν (εἰ)ς πρὸς δήλωσιν τοῦ σκοποῦ τῆς κινήσεως, τοῦ τέρματος κττ. κοιν.: Κάθε μέρα βγάζω τὸ παιδὶ περίπατο. Βγάζουν τὸ καΐκι ἀπ᾿ τὸ λιμάνι ’ς τ’ ἀνοιχτά. β) Ἀντλῶ κοιν.: Βγάζω νερὸ ἀπ’ τὸ πηγάδι-ἀπ᾿ τὴ στέρνα κοιν. || Φρ. Βγάζει νερὸ μὲ τὸ καλάθι (ματαιοπονεῖ) Λεξ. Δημητρ. γ) Σύρω ἕξω, ἐξέλκω κοιν.: Βγάζω ἔξω τὴ βάρκα-τὸ καΐκι (ἐκ τῆς θαλάσσης ἐπὶ τῆς ἀκτῆς). δ) Ἀνασπῶ κοιν.: Βγάζω τὸ μαχαίρι-τὸ σπαθὶ (ἐνν. ἀπὸ τὸ θηκάρι) ε) Ἀποσπῶ κοιν.: Βγάζω τὰ φτερὰ τῆς κόττας. Βγάζω τὰ γένε͜ια-τὸ μουστάκι-τοι’ς τρίχες κττ. Βγάζω χορτάρι ἀπ᾿ τὴ γῆ. Βγάζω τὸ καρφὶ ἀπ᾿ τὸν τοῖχο-τ᾿ ἀγκάθι ἀπ᾿ τὸ χέρι κοιν. ς) Ἐξορύσσω κοιν.: Βγάζω πέτρες-μάρμαρο κττ. κοιν. || Φρ. Βγάζω τὰ μάτιˬα τοῦ δεῖνα πράγματος (τὸ βλάπτω, τὸ φθείρω). Βγάζουν τὰ μάτιˬα τους (συνουσιάζονται παρανόμως). Βγάζω τὰ μάτιˬα μου (φθείρομαι ματαιοπονῶν ἢ καταπονῶ τὴν ὅρασίν μου) κοιν. ζ) ᾿Ορύσσω πολλαχ Βγάζω πηγάδι πολλαχ. || Φρ. Βγάζω θεμέλιˬο (ὁρύσσω εὐρὺ ὄρυγμα πρὸς φύτευσιν ἀμπέλων ἢ συκῶν) Ἄνδρ. Βγάζου στρέμμα (σκάπτω βαθέως ἀγρὸν ἢ κῆπον) Εὔβ. (Κουρ. Κύμ.) Μακεδ. (Χαλκιδ) η) ᾿Αναβρύω κοιν.: Βγάζει νερὸ ὁ βράχος κοιν. Καὶ ἀμτβ.: ’Σ τὸ δεῖνα μέρος βγάζει νερὸ πολλαχ. θ) Προβάλλω, προεκβάλλω κοιν.: Βγάζω τὸ κεφάλι μου ἀπ᾿ τὸ παράθυρο-ἀπ’ τὴν πόρτα κττ. Βγάζω ἔξω ἀπ’ τὸ πάπλωμα τὰ πόδιˬα μου-τὰ χέριˬα μου. ι) ’Εκκολάπτω κοιν.: Ἡ κόττα βγάζει τὰ πουλλιˬά της. ια) ᾿Αφαιρῶ, ἀποβάλλω κοιν.: Βγάζω τοὶς κάλτσες μου-τὰ παπούτσια μου-τὰ ροῦχα μου-τὴ σκούφια μου κττ. Βγάζω τὰ λέπιˬα τοῦ ψαριˬοῦ-τὸ πετσὶ-τὸ σκέπασμα-τὴ φλούδα κττ. κοιν. || Φρ. Τοῦ βγάζει τὸ πετσὶ (ἐπὶ αἰσχροκερδοῦς ἢ τοκογλύφου) πολλαχ. 3) Ἐξαρθρῶ, στρεβλῶ κοιν.: Πέφτω καὶ βγάζω τὸ πόδι μου-τὸ χέρι μου κοιν. || Φρ. Βγάζω τὸ λαιμό μου νὰ φωνάζω (ἐξαρθρῶ τὰ φωνητικά μου ὄργανα) κοιν. Βγάζου τοὺ σβέρκου μ’ (ἀποπατῶ) Μακεδ. (Σισάν.) 4) Παραθέτω κοιν.: Βγάζει ’ς τὸ τραπέζι λογῆς λογῆς φαγητὰ καὶ πιστά. 5) Ἀποστάζω κοιν.: Βγάζω ρακὶ-τσίπουρο κττ. 6) Ἐξαλείφω κοιν.: Βγάζω τὸ λεκὲ-τὴ λέρα ἀπ᾿τὸ ροῦχο. Βγάζω τὴ μουντζούρα ἀπ ’τὸ πρόσωπο. 7) Ἐξάγω πρὸς κηδείαν, ἐκφέρω κοιν.: Βγάζουν τὸ λείψανο-τὸ νεκρό. 8) Διαβιβάζω, διαπερῶ κοιν.: Τοῦ δίνουμε τοῦ βαρκάρι τόσες δραχμὲς καὶ μᾶς βγάζει πέρα. || Φρ. Τὰ βγάζω πέρα (κατορθώνω ). 9) Περιάγω, περιφέρω κοιν.: ’Σ τὴν ἐκκλησία βγάζουν δίσκο γιὰ τοὺς φτωχούς. Βγάζουν τὴν εἰκόνα-τὴ χάρι της καὶ κάνουν δέησι ἢ λιτανεία. || Φρ. Βγάζω δίσκο ἢ μαντήλι (ἐπαιτῶ). 10) ᾽Αναδίδω, γεννῶ, φύω κοιν.: Ἡ γῆ βγάζει χορτάρι. Τὸ δέντρο βγάζει φύλλα. Τὸ παιδὶ βγάζει δόντια. Ὁ νεὸς βγάζει γένεια-μουστάκι. Τὰ πουλλάκια βγάζουν φτερά. Ἄρχισα νὰ βγάζω ἄσπρες τρίχες. Τὸ πρόσωπό του ἄρχισε νὰ βγάζῃ σπυριά. Τὰ πόδια μου βγάζουν κάλους κοιν. || Φρ. Βγάζ’ τ᾿ς μαῦρις (ὑποφέρει) Θρᾴκ. (Αἶν.) 11) Ἀποδίδω, παράγω κοιν.: Ἡ ἀγελάδα βγάζει πολὺ γάλα. Τὸ μελίσσι βγάζει λίγο μέλι. Τὸ δεῖνα μέρος βγάζει καλὸ βούτυρο-κρασὶ-λᾴδι-μέλι-ψάρι κττ. ἢ κάρβουνο-μολύβι κττ. Ὁ φοῦρνος μας βγάζει ὡραῖο ψωμί. Συνεκδ. καὶ ἐπὶ ἀνθρώπου: Ὁ δεῖνα βγάζει πολλὰ κρασιὰ-τυριὰ κττ. κοιν. || Βγάζω ἀσβεστοκάμινο (κτίζω ἀσβεστοκάμινον πρὸς παραγωγὴν ἀσβέστου) Πελοπν (Βασαρ.) β) Ἀναδίδω ἐκπέμπω κοιν.: Ἡ τσακμακόπετρα βγάζει σπίθες-φωτιˬὲς. Τὸ λυχνάρι βγάζει φῶς. Ἡ λάμπα βγάζει καπνό. Τὸ λουλούδι βγάζει μυρωδιˬά. Τὸ μέρος βγάζει βρόμα. || Φρ. Τὸ πρόσωπό μου βγάζει φλόγα (αἰσθάνομαι αὐτὸ πολὺ ζεστόν). Καὶ ἀπροσ.: Βγάζει ἀέρα-βροχὴ χιόνι κττ. (ἤρχισε νὰ φυσᾷ, νὰ βρέχῃ, νὰ χιονίζῃ). 12) Κάμνω τὴν τελευταίαν πλύσιν διὰ καθαροῦ ὕδατος, ἀποπλύνω κοιν.: Βγάζω τὰ ροῦχα. Συνών. ξεβγάζω. Β) Μεταφ. 1) Ἀποβάλλω, ἀπολύω τινὰ ὑπηρεσίας ἢ ἀξιώματός τινος κοιν.: Ὁ δεῖνα εἶναι καλὸς ὑπάλληλος καὶ δὲν τὸν βγάζουν εὔκολα. Τὸν βγάζουν ἀπ᾿ τὴ θέσι του-τὸ στρατὸ κττ. β) Ἀποκλείω κοιν.: Τὸν βγάζουν ἀπ’ τὴ τέχνη-τὸ σχολεῖο κττ. 2) Ἀπομακρύνω κοιν.: Μιˬὰ στιγμὴ δὲ βγάζει τὰ μάτιˬα του ἀποπάνω μου. β) ᾿Απαλλάσσω κοιν.: Τὸν βγάζουμε ἀπὸ μπελᾶδες-ἀπὸ σκοτοῦρες κττ. 3) Ἑξοφλῶ κοιν.: Βγάζω τὸ χρέος μου. 4) Γεννῶ, δημιουργῶ κοιν.: Κάθε λίγο μᾶς βγάζει δυσκολίες-δουλε͜ιὲς-ἐμπόδια κττ. || Φρ. Βγάζω μόδες (νέους τρόπους ἐμφανίσεως). 5) Ἀναδεικνύω κοιν.: Ὁ δεῖνα δάσκαλος βγάζει καλοὺς μαθητές. 6) Ἐκλέγω κοιν.: Βγάζουμε βουλευτὲς-δήμαρχο-πρόεδρο κττ. 7) Ἀποκαλύπτω, φανερώνω κοιν.: Βγάζω τὸν δεῖνα ψεύτη. Πάει ᾿ς τὸ γιˬατρὸ κ’ ἐκεῖνος τὸν βγάζει φτισικό. || Φρ. Βγάζω χούγιˬα (νέας ἰδιοτροπίας) κοιν. Βγάζου αἵρεσι (ἀποκτῶ ἰδιοτροπίας) Κουρ. β) Δημιουργῶ, κατασκευάζω Λυκ. (Μάκρ.): Βγάζου πρόσουπου (ροκανίζω ξύλον διὰ νὰ ἐμφανίσω ὄψιν). 8) Ἀφαιρῶ κοιν.: Βγάζω ξεχωριστὰ ἐκεῖνα ποῦ μέτρησα. Βγάζω τὸ ποσὸ ἀπ᾿ τὸ λογαριˬασμό. Βγάζω τὴ ντάρα κοιν. || Φρ. Τὸν βγάζω ντάρα (τὸν στερῶ νομίμου κέρδους ἢ νομίμου μεριδίου) πολλαχ. β) Ἐξαιρῶ κοιν.: Βγάζω τὸν ἑαυτό μου ἀπὸ τὴ μοιρασιˬὰ-τὴ συντροφιˬὰ κττ. 9) Κερδίζω κοιν.: Βγάζω πολλὰ χρήματα ἀπ’ τὴ δουλε͜ιά μου-τὸ ἕμπόριο-τὴν τέχνη κττ. Βγάζω τὸ ψωμί μου-τὸ βδομαδιάτικο-τὸ καθημερινὸ κττ. || Φρ. Βγάζω τὰ ἔξοδά μου (τὰ κέρδη μου εἶναι ἴσα πρὸς τὰ γενόμενα ἔξοδα) κοιν. || Παροιμ. φρ. Τὸ καλὸ τὸ ἄλογο βγάζει τὸ κριθάρι του (διὰ τῆς ἐργασίας του ἀποδίδει εἰς τὸν κάτοχον κέρδη ἴσα πρὸς τὴν δαπάνην τῆς τροφῆς του) πολλαχ. β) Ὁφελοῦμαι κοιν.: Δὲ βγάζουμε τίποτα ποῦ ζοῦμε. γ) Νικῶ τινα κερδίζων ἐν παιγνιδίῳ τυχηρῷ, ἰδίᾳ ἐν χαρτοπαιγνίῳ Πελοπν. (Λάκων): Ἐγὼ τὸν βγάζω τὸν δεῖνα. 10) Εἶμαι ἀνώτερός τινος, ὑπερβάλλω τινά, παρευδοκιμῶ Κρήτ.: Αὐτὸς μὲ βγάζει ἐμένα. 11) Ἀποχωρίζω, ξεχωρίζω τι ἐκ τοῦ γενικοῦ συνόλου κατανεμομένου εἰς μέρη κοιν.: Μοῦ βγάζουν κ᾽ ἐμένα μερτικό. Τοῦ βγάζουν κ᾿ ἐκεινοῦ μερίδα. 12) Εὑρίσκω, συνάγω τι διὰ λογιστικῆς πράξεως κοιν.: Μὲ τὸ δικό μου λογαριασμὸ τὰ βγάζω περισσότερα. β) Εἰκάζω, συμπεραίνω κοιν.: Τί βγάζεις άπ’ αὐτὸ ποῦ εἶπε; 13) Ὁδηγῶ φέρω κοιν.: Τὸ μονοπάτι βγάζει ’ς τὸ δεῖνα μέρος. Δὲν ἤξερε τὸ δρόμο καὶ τὸν βγάζουν ὥς ἔξω ἀπ’ τὸ χωριˬό. β) Συνοδεύω, προπέμπω κοιν.: Φεύγει ὁ δεῖνα καὶ τὸν βγάζω ὥς ἕξω ᾿ς τὴν πόρτα. Συνών. παραβγάζω. 14) Διαπερῶ διέρχομαι α) Ἐπὶ τόπου κοιν.: Βγάζω τὸν ἀνήφορο–τὸ δρόμο-το ποτάμι κττ. β) Ἐπὶ χρόνου κοιν.: Ὁ ἄρρωστος τὴ βγάζει δὲν τὴ βγάζει τὴ βραδε͜ιὰ-τὸ χειμῶνα κττ. 15) Ἀποπερατώνω, τελειώνω κοιν.: Φέτο βγάζει τὸ παιδί μου τὸ γυμνασιο 16) Φέρω τι εἰς πέρας, συντελῶ κοιν.: Βγάζω τὸν ἀργαλε͜ιὸ Ἤπ. Τὸ βγάζω τὸ ταξίδι Ὕδρ. || Φρ. Βγάζω δουλε͜ιὰ (κάμνω πολλὴν ἐργασίαν) κοιν. 17) Ἐκδίδω, δημοσιεύω κοιν.: Βγάζω βιβλίο-ἐφημερίδα κττ. β) Κοινοποιῶ κοιν.: Βγάζω διαταγὴ-νόμο. γ) Λαμβάνω παρ᾽ ἀρχῆς τινος ἢ ὑπηρεσίας ἔγγραφον ἢ ἄλλο τι παρόμοιον ἐπιτρέπον τὴν ἐνέργειαν πράξεώς τινος κοιν.: Βγάζω ἄδεια γάμου-διˬαβατήριο-εισιτήριο-πιστοποιητικὸ κττ. 18) Συνθέτω καὶ κοινοποιῶ κοιν.: Βγάζω τραγούδι. || Φρ. Βγάζω τραγούδι ᾿ς τὸ χορὸ (τὸ τραγουδῶ πρῶτος ἐγὼ καὶ ἔπειτα οἱ ἄλλοι). Τοῦ βγάζουν τραγούδι (συνθέτουν δι’ αὐτὸν ᾆσμα ἐπαινετικὸν ἢ σκωπτικόν). 19) Κοινολογῶ, διαθρυλῶ κοιν.: Φρ. Βγάζω ὄνομα (διαθρυλοῦμαι) κοιν. Βγάζ-ζου λόγιˬα (κατηγορῶ) Κουρ. 20) Δίδω ὄνομα ἰδίᾳ κατὰ τὸ βάπτισμα, ὀνομάζω κοιν.: Τὸ βαφτίζουν τὸ παιδὶ καὶ τὸ βγάζουν Γιˬάννη. β) Παρονομάζω, δίδω παρωνύμιον κοιν.: Βγάζω παρατσούκλι. 21) Κατορθώνω ν᾿ἀναγινώσκω τι, ἐπὶ γραφῆς κοιν.: Τὰ βγάζω τὰ γράμματα τοῦ δεῖνα ἢ τὸ γράψιμο. Πβ. βγαίνω, βγάλλω, βγάνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/