ἀστένευτα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστένευτα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀστένευτα ἐπίρρ. πολλαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀστένευτος.

Σημασιολογία

Χωρὶς στενοχωρίαν ἰδίως οἰκονομικήν: Αὐτὸς ἔχει τὸν τρόπο του καὶ περνᾷ ἀστένευτα. Πληρώνει τὰ χρέη του ἀστένευτα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/