ἀστενικὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστενικὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀστενικὸς ἐπίθ. πολλαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἀσθενικός.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ἐντελῶς ὑγιής, καχεκτικὸς πολλαχ.: Ἀστενικὸς ἄνθρωπος. Ἀστενικε͜ιὰ γυναῖκα. Ἀστενικὸ πλάσμα. 2) Ἀνίσχυρος: Ποίημ. Θά ρθῇ κ᾿ ἐσὲ τὸ τέλος σου, θεὰ σκληρή, ζηλε͜ιάρα, τοῦ ἀνθρώπου θὰ σ᾽ εὑρῇ καὶ σὲ τοῦ ἀστενικοῦ ἡ κατάρα ΚΠαλαμ. Ὕμν. Ἀθην.2 56.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/