ἀστενῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστενῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀστενῶ, ἀσθενῶ λόγ. σύνηθ. ἀστενῶ σύνηθ. ᾽στενῶ Καππ. (Ἀραβάν. Τελμ.) ἀστενίζω Κύπρ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) - ΚΘεοτόκ. Βιργ. Γεωργ. 71 ΚΣτασινόπ. Κρασὶ 252 Μετοχ. ἀστενισμένος Ἰων. (Κάτω Παναγ.) Κέρκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀστενῶ, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀσθενῶ.

Σημασιολογία

1) Ἀμτβ. νοσῶ, ἀρρωστῶ σύνηθ. καὶ Καππ. (Ἀραβάν. Τελμ.): Ἀστένησε τὸ παιδί μου - ἡ γυναῖκα μου κττ. σύνηθ. Ἠστέν’σε ἡ ποπονεˬὰ Τῆν. Κρασιˬὰ ἀστενισμένα ΚΣτασινόπ. ἔνθ’ ἀν. || ᾌσμ. ’Στένησε Ἀκρίτσης χρόνον καὶ πέντε μῆνας Τελμ. Καὶ τί ὠφελοῦν τὰ γιˬατρικὰ ’ς ἕναν ἀστενισμένο ὁποὺ τὸν ἔχ’ ὁ ἔρωτας ᾿ς τὸ στῆθος πληγωμένο; Ἰων. (Κάτω Παναγ.) Καὶ μετβ. καθιστῶ τι ἀσθενὲς ΚΘεοτόκ. ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. . . . Τὸ κορμί τους ᾿ς τῆς ᾿Αφροδίτης τοὶς χαρὲς νωθρὸ δὲν τ’ ἀστενίζουν 1) Ἐπὶ προβάτων, πάσχω ἀπὸ τὸ νόσημα ἥσκιˬος προερχόμενον ἐξ ἐπηρείας πνευμάτων καὶ θεραπευόμενον διὰ μαγικῶν μέσων Στερελλ. (Ἄγραφ.): Ἀστινισμένα πρόβατα. 3) Τρελλαίνομαι Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Δέκα βραδε͜ιὲς ἔχω νὰ πάω νὰ τσοὶ δῶ καὶ θά ’ναι λωλὲς κιˬ ἀστενισμένες. 4) Πάσχω ἀπὸ λέπραν Κύπρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/