ἀπανωκλάδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπανωκλάδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπανωκλάδι τό, Θρᾴκ. (Περίστασ.) Κρήτ. ἀπανουκλάδ’ Θεσσ. (Ζαγορ.) ’πανωκλάδι Κρήτ. ᾽πανουκλάδ᾿ Θεσσ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπάνω καὶ τοῦ οὐσ. κλαδί.

Σημασιολογία

1) Ἀπανωκλαδέα, ὃ ἰδ., Θεσσ. (Ζαγορ. κ.ἀ) Κρήτ.: Ἔπεσε ἀπὸ τ’ ἀπανωκλάδι Κρήτ. Κόψε τὰ ’πανωκλάδιˬα τσ᾿ ἀμύγδαλεˬᾶς νὰ καρπίσῃ αὐτόθ. Κόψι τοὺ ’πανουκλάδ’ νὰ πέσ’ κάτου νὰ φάνι τὰ πρόβατα Θεσσ. 2) ᾿Εν τῇ σηροτροφίᾳ ὁ κλάδος ὄστις προστίθεται εἰς τὸν ἤδη ὑπάρχοντα ὅταν αὐξηθοῦν οἱ θέλοντες νὰ πλέξωσι τὰ κουκούλλιά των μεταξοσκώληκες Θεσσ. Θρᾴκ. (Περίστασ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/