ἀπανωκόρμι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπανωκόρμι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπανωκόρμι τό, Πελοπν. (Ἀρκαδ.) ’πανωκόρμι Πελοπν. (Ἦλ. Μάν. Μεσσ. Οἰν. κ.ἀ.) –Λεξ. Περιδ. ’πάνωκόρμ’ Σκῦρ. ’πανουκόρμ’ Εὔβ. (Κονίστρ.) Ἴμβρ. Σκόπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπάνω καὶ τοῦ οὐσ. κορμί.

Σημασιολογία

1) Ὁ κυρίως κορμὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τῆς ὀσφύος καὶ ἄνω Πελοπν. (Ἦλ. Μάν. Οἰν.): Πονεῖ τὸ ’πανωκόρμι μου Οἰν. Ντύσου, θὰ ποντιˬάσῃ τὸ ’πανωκόρμι σου Ἦλ. 2) Γυναικεῖον ἔνδυμα καλύπτον τὸν κορμὸν μέχρι τῆς ὀσφύος Ἴμβρ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Σκῦρ. 3) Εἶδος γιλεκίου τῶν μικρῶν παιδίων τὸ ὁποῖον φθάνει μέχρι τῆς ὀσφύος Πελοπν. (Μεσσ.): Φόρεσε τὸ ’πανωκόρμι ᾿ς τὸ παιδὶ νὰ μὴν κρυώσῃ. 4) Τὸ κατὰ τὸν κορμὸν ἐφαρμόζον μέρος τῆς γυναικείας ἐσθῆτος Εὔβ. (Κονίστρ.) 5) Ἐπανωφόριον Πελοπν. (Ἦλ.) Σκόπ. –Λεξ. Περίδ. Ἀπὸ τὸ κρύο τὸ πολὺ ἔβαλε τὸ ’πανωκόρμι. Συνών. *ἀπάνω- καὶ κάτω 5.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/